- βράγχιο
- branchie
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
βράγχιο — το (AM βράγχιον) συνήθως στον πληθ. βράγχια, τα τα αναπνευστικά όργανα υδρόβιων και ψαριών αρχ. 1. το πτερύγιο του ψαριού 2. βρόγχος του αναπνευστικού συστήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βράγχος «βραχνάδα». Η σημασιολογική εξέλιξη που παρατηρείται στο … Dictionary of Greek
πλευροβράγχιο — το, Ν βράγχιο στερεωμένο στο τοίχωμα τού σώματος τών καρκινοειδών, κάτω από την άρθρωση ενός θωρακικού εξαρτήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pleurobrancie < πλευρά + βράγχιο] … Dictionary of Greek
ποδοβράγχιο — το, Ν ζωολ. βράγχιο που βρίσκεται στην άρθωση θωρακικού ποδιού στα δεκάποδα καρκινοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. podobranch (< πους, ποδός + βράγχιο)] … Dictionary of Greek
Vorderkiemerschnecken — Für die systematische Einteilung der Lebewesen existieren neben und nacheinander verschiedene Vorschläge. Das hier behandelte Taxon entspricht nicht der gegenwärtig in der deutschsprachigen Wikipedia verwendeten Systematik oder ist veraltet.… … Deutsch Wikipedia
Heterobranchia — Repräsentative Beispiele für Heterobranchia Systematik Stamm: Weichtiere (Mollusca) Klasse … Deutsch Wikipedia
μονωτοκάρδια — τα ζωολ. τάξη γαστερόποδων μαλακίων η οποία περιλαμβάνει 23.000 περίπου είδη, με σπειροειδές όστρακο, ένα μόνο βράγχιο, έναν νεφρό και μία καρδιακή βαλβίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monotocardia (μον[ο] * + οὖς, ὠτός + καρδία)] … Dictionary of Greek
σκαλαρία — (scalaria). Μικρό γαστερόποδο μαλάκιο της οικογένειας των Σκαλαριδών ή Σκαλιδών, της τάξης των μονωτοκάρδων ή κτενοβραγχίων. Ζει στη θάλασσα και είναι σαρκοφάγο. Το όστρακο του, μήκους 3 περίπου εκ., είναι πυργοειδές και σε κάθε σπείρα έχει… … Dictionary of Greek
σπάραχνο — το, Ν συν. στον πληθ. τα σπάραχνα τα βράγχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. βάραγχος (ὁ) < βράγχος «βραχνάδα» (πρβλ. βράγχιο)] … Dictionary of Greek
τραχειακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τραχεία 2. φρ. α) «τραχειακός μυς» ανατ. μυϊκό πέταλο που βρίσκεται στην οπίσθια επιφάνεια τής τραχείας β) «τραχειακό βράγχιο» ζωολ. τροποποίηση τού τραχειακού αναπνευστικού συστήματος η οποία… … Dictionary of Greek
χορδωτά — Τύπος μεταζώων με αμφίπλευρη συμμετρία, το σώμα των οποίων διασχίζεται ολόκληρο ή κατά ένα μέρος –σε όλη τη ζωή τους ή μόνο στην εμβρυϊκή και νεανική περίοδο– από 3 αξονικά όργανα, που ακολουθούν πορεία από τη ράχη προς την κοιλιά και είναι: ο… … Dictionary of Greek
αμπουλαριίδες — (ampulariidae). Οικογένεια γαστεροπόδων μαλακίων. Εμφανίστηκαν για πρώτη φορά σε πολύ παλαιότερες γεωλογικές περιόδους (κρητιδική περίοδος μεσοζωικού αιώνα) και συνεχίζουν να ζουν μέχρι σήμερα. Βρίσκονται στα γλυκά και υφάλμυρα νερά της τροπικής… … Dictionary of Greek